- έκφορος
- -η, -ο (AM ἔκφορος, -ον)(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι έκφοροιναυτ. τα σχοινιά τής κατώτερης σειράς που χρησιμεύουν για τη συστολή ή διαστολή τών ιστίων, κοιν. μαντιζέλομσν.ο γνωστός σε όλουςαρχ.1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να φέρει έξω, εξαγώγιμος2. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να κάμει γνωστό, να κοινολογήσει3. ο παραφερόμενος από πάθος ή οργή, παράφορος4. αυτός που φέρει έξω, εξάγει, απελαύνει5. αυτός που κοινολογεί μυστικά, ο ακριτόμυθος*6. εκφραστικός7. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔκφοραοι καρποί τής γης8. φρ. «ἔκφοροι γυναῑκες» — έγκυες γυναίκες.
Dictionary of Greek. 2013.