έκφορος

έκφορος
-η, -ο (AM ἔκφορος, -ον)
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι έκφοροι
ναυτ. τα σχοινιά τής κατώτερης σειράς που χρησιμεύουν για τη συστολή ή διαστολή τών ιστίων, κοιν. μαντιζέλο
μσν.
ο γνωστός σε όλους
αρχ.
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να φέρει έξω, εξαγώγιμος
2. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να κάμει γνωστό, να κοινολογήσει
3. ο παραφερόμενος από πάθος ή οργή, παράφορος
4. αυτός που φέρει έξω, εξάγει, απελαύνει
5. αυτός που κοινολογεί μυστικά, ο ακριτόμυθος*
6. εκφραστικός
7. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔκφορα
οι καρποί τής γης
8. φρ. «ἔκφοροι γυναῑκες» — έγκυες γυναίκες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἔκφορος — exportable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκφορον — ἔκφορος exportable masc/fem acc sg ἔκφορος exportable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφόρου — ἔκφορος exportable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφόρους — ἔκφορος exportable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφόρων — ἔκφορος exportable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκφορα — ἔκφορος exportable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκφοροι — ἔκφορος exportable masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέκφορος — ό ναυτ. ο δεύτερος έκφορος τών δολώνων, το φάλτσο μαντιζέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + έκφορος «σχοινί που χρησιμοποιείται για τη συστολή και διαστολή τών ιστίων». Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • ἐκφορωτέρα — ἐκφορωτέρᾱ , ἔκφορος exportable fem nom/voc/acc comp dual ἐκφορωτέρᾱ , ἔκφορος exportable fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντιζέλο — το ναυτ. 1. σύσπαστο με το οποίο ανυψώνονται τα ιστία, ώστε να υποβοηθείται η σειροδέτησή τους, ο έκφορος 2. φρ. «κόντρα μαντιζέλο» ο παρέκφορος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”